- ἰσορροποῦσαν
- ἰσορροπέωto be equally balancedpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… … Dictionary of Greek